- πήχτρα
- η нечто очень густое; плотная, густая масса;
πήχτρα ο τόπος από κόσμο — такая толпа, яблоку некуда упасть;
πήχτρα ήταν το σκοτάδι — стоял густой мрак, было очень темно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πήχτρα ο τόπος από κόσμο — такая толпа, яблоку некуда упасть;
πήχτρα ήταν το σκοτάδι — стоял густой мрак, было очень темно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πήχτρα — η, Ν 1. οποιοδήποτε πράγμα συμπυκνωμένο, πηχτό, παχύρρευστο («η σούπα σου είναι πήχτρα») 2. μτφ. πυκνό πλήθος («η πλατεία είναι πήχτρα από κόσμο») 3. μτφ. (για σκοτάδι) πυκνό («το σκοτάδι ήταν πήχτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού… … Dictionary of Greek
πήχτρα — η το πολύ πηγμένο, η πυκνότητα: Πήχτρα ο κόσμος στη συγκέντρωση. – Πήχτρα το σκοτάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)